Βασιλικό

Βασιλικό
Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 6.504 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Χαλκίδας. Αποτελεί έδρα του δήμου Ληλαντίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 145 μ., 521 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές απολήξεις του Παναχαϊκού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρρών. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 115 μ., 506 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου. 4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνω Πωγωνίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βασιλικό — Sp Vasilikas Ap Βασιλικό/Vasiliko L Graikija (Euboja) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βασιλικό ύδωρ — Καθιερωμένη ονομασία μείγματος πυκνού υδροχλωρικού (ΗCl) και νιτρικού οξέος (ΗΝΟ3) εξαιτίας της ικανότητάς του να διαλύει τα ευγενή μέταλλα χρυσό και λευκόχρυσο. Το πυκνό θειικό οξύ (H2SO4) δε διασπά το HCl, σε αντίθεση με το HNO3 που είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας Α’ — (Βασιλικό Πωγωνίου, Ήπειρος 1886 – Κωνσταντινούπολη 1972). Οικουμενικός πατριάρχης (1948 72). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστοκλής Σπύρου. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1903 10) όπου και δέχτηκε τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης (1910). Ως …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… …   Dictionary of Greek

  • διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”